Lookup cumulative lexical entry: مكوِّن

  1. ἀγένητος
    • ἀγένητος (adj.) Arist. Cael. ġayru mukawwanin
    • ἀγένητος (adj.) Arist. Cael. ġayru mukawwanin
    • ἀγένητος (adj.) Arist. Cael. ġayru mukawwanin
    • ἀγένητος (adj.) Arist. Cael. ġayru mukawwanin
    • ἀγένητος (adj.) Arist. Phys. ġayru mukawwanin
    • ἀγένητος (adj.) Arist. Phys. lā mukawwanun
      ἄφθαρτον καὶ ἀγένητον Arist. Phys. I 9, 192a28 = ġayru fāsidatin wa-lā mukawwanatun
    • ἀγένητος (adj.) Galen An. virt. ġayru maṣnūʿin wa-lā mukawwanun
    • ἀγένητος (adj.) Galen An. virt. laysa bi-mukawwanin wa-lā maṣnūʿun
    • ἀγένητος (adj.) Ps.-Plut. Placita ġayru mukawwanin
    • ἀγένητος (adj.) Them. In De an.
    • αγενητος Them. In De an.
  2. γενητός
    • γενητός (adj.) Alex. An. mant. [Lib. arb.]
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Arist. Cael.
    • γενητός (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • γενητός (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • γενητός (adj.) Ps.-Plut. Placita
    • γενητος Them. In De an.
    • γενητος Them. In De an.
    • γενητος Them. In De an.
    • γενητος Them. In De an.
  3. γεννάω
    • γεννάω (verb) Arist. Cael. ṣayyara mukawwanan
    • γεννάω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita γεννώμενος
  4. γεννητός
    • γεννητός (adj.) Arist. Metaph.
  5. γίγνομαι
    • γίγνομαι (act. part.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] τὰ γιγνόμενα πρὸς αὐτῆς = al-ašyāʾi l-mukawwanati minhā
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
    • γίγνομαι (verb) Arist. Metaph. γιγνόμενον
    • γίγνομαι (pass. part.) Proclus El. theol. τὸ ἀπ' αὐτοῦ γινόμενον = al-šayʾu l-mukawwinu minhā
    • γίγνομαι (pass. part.) Proclus El. theol. τὸ γινόμενον
      πᾶν τὸ γινόμενον ἐκ τῆς διττῆς γίνεται δυνάμεως Proclus El. theol. 79: 74.18 = kullu mukawwanin innamā yakūnu min quwwatayni 79.1
    • γίγνομαι (pass. part.) Proclus El. theol. τὸ γινόμενον = al-mukawwanu
  6. εἰμί
    • εἰμί (act. part.) Proclus El. theol. αἱ ποτὲ οὖσαι δυνάμεις = al-quwwatu l-zamāniyyatu, aʿnī l-mukawwanatu fī l-zamāni
      αἱ ποτὲ οὖσαι δυνάμεις ... τῆς τοῦ ἀεὶ εἶναι ἀπειρίας ἀποπεσοῦσαι Proclus El. theol. 91: 82.20 = al-quwwatu l-zamāniyyatu, aʿnī l-mukawwanatu fī l-zamāni ... qad ʿadimat lā nihāyata ... 91.4
  7. συνίστημι
    • συνίστημι (act. part.) Arist. Meteor. συνεστώς
  8. τέλειος
    • τέλειος (adj.) Proclus El. theol. mutammimun mukmilun mukawwinun
      δεῖται γὰρ τοῦ τελείου ἐν ἄλλῳ ὄντος, ἵνα μετασχοῦσα ἐκείνου τελεία γένηται Proclus El. theol. 78: 74.13 = taḥtāǧu ilā l-mutammimi l-mukmili l-mukawwini, fa-hiya tāmmatun kāmilatun bi-l-fiʿli 78.6
  9. ὑφίστημι
    • ὑφίστημι (act. part.) Proclus El. theol. ὑφεστός
      ἐκ μὴ αὐτοκινήτων ὑφεστός Proclus El. theol. 17: 18.27 = mukawwanun mina l-ašyāʾi laysat mutaḥarrikatan bi-ḏātihā 17.7
The database query could not be executed.