Lookup cumulative lexical entry: ابقى

  1. παραλείπω
    • παραλείπω (verb) Arist. An. post. ὅτι οὐδὲν παραλέλειπται = annaka lam tubki wa-lam tanquṣ
  2. πολυχρόνιος
    • πολυχρόνιος (adj.) Arist. Rhet. πολυχρονιώτερος = hend.; adwamu wa-abqā
The database query could not be executed.