Lookup cumulative lexical entry: اتّباعٌ
- ἀκολουθία
- ἀκολουθία (noun) Galen Anat. admin.
διὰ ... τὴν πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίαν Galen Anat. admin. II, 649.17 = بسبب اتّباعه لما يستفرغ ويخلو 480.9
- ἀκολούθως
- ἀκολούθως (adv.) Nicom. Arithm. بالاتّباع
τινὲς δὲ ... νομίζουσιν ἀκολούθως Φιλολάῳ Nicom. Arithm. 135.11 = وأمّا قوم من الناس فإنّهم ظنّوا أنّه ... بالاتّباع في ذلك لفيلولاوس 104.10
- ἀλήθεια
- ἀλήθεια (noun) Ps.-Arist. Virt. ittibāʿu l-ḥaqqi
- ἕπομαι
- ἕπομαι (verb) Galen An. virt.
ταῖς τοῦ σώματος κράσεσιν ἕπεσθαι τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς οὐχ ἅπαξ ἢ δὶς ἀλλὰ πάνυ πολλάκις ... βασανίσας Galen An. virt. 32.4 = لمّا فحصت ... عن اتّباع قوى النفس لأمزاج البدن لا مرّة ولا مرّتين بل مرارا كثيرة 9.4
- παραγωγή
- παραγωγή (noun) Aelian. Tact. milit. expr., march of troops in particular battle-order
διπλασιάζειν ... καὶ δεξιὰ παραγωγὴ καὶ εὐώνυμος παραγωγὴ καὶ πλαγία φάλαγξ Aelian. Tact. 378b2-3 = اضعافٌ واتّباعُ الميمنة والميسرة وجيشٌ منحرفٌ 22.15
- παρακολούθημα
- παρακολούθημα (noun) Ps.-Plut. Placita
Περὶ τύχης. Πλάτων αἰτίαν ἐν προαιρετικοῖς κατὰ συμβεβηκὸς καὶ παρακολούθημα Ps.-Plut. Placita 324a10 = أفلاطون يقول في الاتّفاق أنّه علّة في المختارين بعرض وباتّباع 23.9
The database query could not be executed.