Lookup cumulative lexical entry: اثبت

  1. ἀθρέω
    • ἀθρέω (gerund) Arist. Cael. τὸ πιστὸν ἐκ…ἀθρεῖν = aṯbata...min...
  2. ἀμφισβητέω
    • ἀμφισβητέω (act. part.) Arist. Rhet. hend.; raʾā aw aṯbata
  3. ἀνταποδείκνυμι
    • ἀνταποδείκνυμι (verb) Arist. Rhet. sem. etym.; raǧaʿa fa-aṯbata
  4. γράφω
    • γράφω (verb) Galen Med. phil. mā ʾaṯbatuhu fī kutubihi
  5. δείκνυμι
    • δείκνυμι (act. part.) Arist. An. post. οἱ μὲν οὖν...δεικνύντες = fa-llaḏīna yuṯbitūna
  6. διδάσκω
    • διδάσκω (verb) Galen Med. phil.
  7. ἐπιδεικτικός
    • ἐπιδεικτικός (noun) Arist. Rhet. ὁ ἐπιδεικτικός = paraphr.; allaḏī yurī aw yuṯbitu
    • ἐπιδεικτικός (noun) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = paraphr.; allaḏīna yurūna aw yuṯbitūna
    • ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = paraphr.; allaḏīna yurūna aw yuṯbitūna
  8. συγγραφω
    • συγγραφω Them. In De an.
The database query could not be executed.