Lookup cumulative lexical entry: احتال
- ἐπινοέω
- ἐπινοέω (gerund) Galen In De off. med. ἐπινοεῖν
- ἐπιτηδεύω
- ἐπιτηδεύω (gerund) Hippocr. Nat. hom. ἐπιτηδεύειν
- μελετάω
- μελετάω (act. part.) Arist. Rhet.
- μηχανάομαι
- μηχανάομαι (pass. part.) Hippocr. Aer. μεμηχανημένα
- μηχανέομαι
- μηχανέομαι (verb) Arist. Gener. anim. εὖ μεμηχανῆται = iḥtāla ḥīlatan ǧayyidatan
- πορίζω
- πορίζω (pass. part.) Arist. Rhet.
- ποριστικός
- ποριστικός (adj.) Arist. Rhet.
- φροντίζω
- φροντίζω (verb) Arist. Cael. iḥtāla (li-)...wa-taʿahhada
- φροντίζω (verb) Arist. Rhet.
The database query could not be executed.