Lookup cumulative lexical entry: احتمال

  1. δέχομαι
    • δέχομαι (verb) Hippocr. Nat. hom.
  2. δυσφορία
    • δυσφορία (noun) Hippocr. Diaet. acut. ṣuʿūbatu ḥtimālin
  3. δυσφορίη
    • δυσφορίη (noun) Hippocr. Diaet. acut. ʿusru iḥtimālihi
  4. δύσφορος
    • δύσφορος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. δυσφορώτερος = iḥtimāluhū... aṣʿabu
  5. εὐτολμία
    • εὐτολμία (noun) Ps.-Arist. Virt. al-iḥtimālu wa-l-quwwatu
  6. εὔτονος
    • εὔτονος (adj.) Galen An. virt. τὸ εὔτονον = iḥtimālu l-taʿabi
  7. εὐφορία
    • εὐφορία (noun) Hippocr. Humor. suhūlatu ḥtimālin
  8. εὔφορος
    • εὔφορος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. εὐφορώτερος = suhūlatu ḥtimālin
    • εὔφορος (adj.) Hippocr. Humor. τὸ εὔφορον = suhūlatu l-iḥtimāli
    • εὔφορος (adj.) Hippocr. Humor. εὐφόρως = sahula ḥtimālun
      ἢν αἰσθάνωνται ... καὶ φέρωσιν ... εὐφόρως Hippocr. Humor. 4.21 = in kānū yuḥissūna … wa-yaḥtamilūna … wa-sahula ḥtimāluhum 9.2
  9. μικρολογία
    • μικρολογία (noun) Ps.-Arist. Virt. iḥtimālu l-luʾmi
  10. ὀλιγοφόρος
    • ὀλιγοφόρος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. al-qalīlu l-iḥtimāli
  11. ὑπομονή
    • ὑπομονή (noun) Ps.-Plut. Placita al-ṣabru wa-l-ḥtimālu
  12. φέρω
    • φέρω (gerund) Arist. Gener. anim.
    • φέρω (verb) Hippocr. Aphor. εὐφόρως φέρουσιν = wa-sahula ḥtimāluhū
      καὶ κενεαγγίη, ἣν μὲν οἷα δεῖ γίνεσθαι γίνηται, συμφέρει δὲ καὶ εὐφόρως φέρουσιν Hippocr. Aphor. I 2 = wa-kaḏālika ḫalāʾu l-ʿurūqi fa-innahā in ḫalat mina l-nawʿi llaḏī yanbaġī an yaḫluwa minhu, nafaʿa ḏālika wa-sahula ḥtimāluhū 1.9
    • φέρω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ καλῶς ἐνεγκεῖν = fa-iḥtimālun
    • φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. μὴ δύνασθαι φέρειν = qillatu l-iḥtimāli
    • φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ δύνασθαι φέρειν = qudratu ... ʿalā iḥtimālin
    • φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ δύνασθαι φέρειν = muqtadirun ʿalā l-iḥtimālin
    • φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. δύνανται φέρειν = yastaṭīʿu iḥtimālan
The database query could not be executed.