Lookup cumulative lexical entry: احصاء

  1. διαριθμέω
    • διαριθμέω (verb) Arist. Rhet. διαριθμήσασθαι
  2. εὐαρίθμητος
    • εὐαρίθμητος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. iḥṣāʾu ʿadadihā yashulu
  3. ποσαχῶς
    • ποσαχῶς (adv.) Arist. Rhet. ἐκ τοῦ ποσαχῶς = min qibali iḥsāʾa l-wuǧūhi
The database query could not be executed.