Lookup cumulative lexical entry: احصى
- ἀναρίθμητος
- ἀναρίθμητος (adj.) Arist. Cael. lā yuḥṣā ʿadaduhū
- ἀριθμέω
- ἀριθμέω (act. part.) Arist. Phys. ὅ ἀριθμῶν = man yuḥṣī
- αριθμεω Them. In De an.
- διαριθμέω
- διαριθμέω (act. part.) Arist. Rhet. τὰ διαριθμοῦντα = amplif.; an tuḥsā aṣnāfu ḏālika
- διέξειμι
- διέξειμι (verb) Arist. Eth. Nic.
διεξιοῦσι δὲ πάντα φαίνοιτ᾿ ἂν τὰ περὶ τὰς πράξεις μικρὰ καὶ ἀνάξια θεῶν Arist. Eth. Nic. X 8, 1178b17 = fa-in uḥṣiyat ǧamīʿu l-afʿāli fa-sa-yaẓharu annahā ṣaġīratun lā tastaʾhilu an tuqāla ʿalā l-ālihati 565.16
- ἐξαριθμέω
- ἐξαριθμέω (verb) Arist. Rhet.
- καταμετρέω
- καταμετρέω (verb) Arist. Phys.
The database query could not be executed.