Lookup cumulative lexical entry: اختلط
- ἀμείλικτος
- ἀμείλικτος (adj.) Hippocr. Aer. lā yaḫtaliṭūna bi...
- ἀναμείγνυμι
- ἀναμείγνυμι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἀναμεμίξεται = fa-taḫtaliṭu
- ἐγκαταμίγνυμαι
- ἐγκαταμίγνυμαι (pass. part.) Hippocr. Aer. ἐγκαταμιγνύμενος
- καταμίγνυμι
- καταμίγνυμι (pass. part.) Hippocr. Aer. καταμεγμιμένον
- κεράννυμι
- κεράννυμι (verb) Arist. Meteor. κεραννύμενος
- μείγνυμι
- μείγνυμι (verb) Arist. Gener. anim.
- μείγνυμι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. μίσγεται
- μείγνυμι (verb) Porph. Isag.
- παραληρέω
- παραληρέω (verb) Galen An. virt.
- παραφρονέω
- παραφρονέω (verb) Hippocr. Diaet. acut. taḫtaliṭu ʿuqūluhum
- συμμίγνυμι
- συμμίγνυμι (pass. part.) Hippocr. Aer. ξυμμισγόμενα
The database query could not be executed.