Lookup cumulative lexical entry: ادوم

  1. πολυχρόνιος
    • πολυχρόνιος (adj.) Arist. Rhet. πολυχρονιώτερος = hend.; adwamu wa-abqā
  2. χρόνιος
    • χρόνιος (adj. comp.) Arist. Eth. Nic. χρονιωτέρος = adwamu fī zamānin aṭwala
      ἐπεὶ δ' ἡ μὲν οἰκεία ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰς ἐνεργείας καὶ χρονιωτέρας καὶ βελτίους ποιεῖ Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b14 = fa-iḏā l-laḏḏatu l-ḫāṣṣiyyatu taṣtaqṣī l-afʿāla wa-tuṣayyiruhā adwama fī zamānin aṭwala wa-aǧwada 549.5
The database query could not be executed.