Lookup cumulative lexical entry: استحصف
- μυόομαι
- μυόομαι (pass. part.) Hippocr. Aer. μεμυωμένου
- πιλέω
- πιλέω (gerund) Arist. Phys. πιλεῖσθαι
- πυκνόω
- πυκνόω (pass. part.) Galen In De off. med. πυκνωθέντος = istaḥṣafa wa-takāṯafa
- στύφω
- στύφω (gerund) Hippocr. Aer. στύφεσθαι
- συστρέφω
- συστρέφω (verb) Hippocr. Aer.