Lookup cumulative lexical entry: استسقط

  1. γίγνομαι
    • γίγνομαι (verb) Hippocr. Progn. προπετής γίνοιτο
  2. προπετής
    • προπετής (adj.) Hippocr. Progn. προπετής γίνοιτο
The database query could not be executed.