Lookup cumulative lexical entry: استشفاف

  1. διαφάνεια
    • διαφάνεια (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
  2. διαφανής
    • διαφανής (adj.) Alex. qu. I 2 [Color] μάλιστα...διαφανῆ
The database query could not be executed.