Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
استشفاف
διαφάνεια
διαφάνεια (
noun
)
Alex. An. mant. [Vis.]
διαφανής
διαφανής (
adj.
)
Alex. qu. I 2 [Color]
μάλιστα...διαφανῆ
The database query could not be executed.