Lookup cumulative lexical entry: استفاد
- ἆθλον
- ἆθλον (noun) Arist. Eth. Nic. mā yustafādu minhū
τὸ γὰρ τῆς ἀρετῆς ἆθλον καὶ τέλος ἄριστον εἶναι φαίνεται καὶ θεῖόν τι καὶ μακάριον Arist. Eth. Nic. I 9, 1099b17 = li-anna ġāyata l-faḍīlati wa-mā yustafādu minhā yurā annahū afḍalu l-umūri wa-l-šayʾu llaḏī yuġbaṭu l-insānu bihī 145.2
- ἐπαινετός
- ἐπαινετός (adj.) Ps.-Arist. Div. allaḏī yastafīdu ṣāḥibahu minhu l-midḥati
- καλός
- καλός (adj.) Galen An. virt. τὰ καλά = al-fawāʾidu l-fāḍilatu ... llatī tustafādu
οὐκ οὖν ἀναιρετικὸς ὅδ᾿ ὁ λόγος ἐστὶ τῶν ἐκ φιλοσοφίας καλῶν ἀλλ᾿ ὑφηγητικός Galen An. virt. 73.4 = fa-hāḏā l-qawlu iḏan laysa yadfaʿu wa-lā yuʿaṭṭilu l-fawāʾida l-fāḍilata llatī tustafādu bi-l-falsafati bal yašraḥuhā 38.20
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Galen Med. phil.
- μανθάνω
- μανθάνω (gerund) Plot. μαθεῖν
῞Ωστε ἡμῖν συμβαίνει περὶ τῆς ἡμετέρας ψυχῆς παρ’ αὐτοῦ μαθεῖν Plot. Enn. IV 8, 2.2 = وقد نقدر أن نستفيد من هذا الفيلسوف أمورًا شريفة في الفحص عن النفس التي نحن فيها وعن النفس الكلّية 25.6
- μετέχω
- μετέχω (verb) Proclus El. theol. μετέχω c. gen.
τὰ ἀσώματα παθῶν μετέχει ἐν σώματι γενόμενα, συνδιαιρούμενα σώμασι καὶ ἀπολαύοντα τῆς μεριστῆς ἐκείνων φύσεως Proclus El. theol. 80: 76.8 = al-ašyāʾu llatī lā ǧirma lahā … tastafīdu l-infiʿāla min qibali tabīʿati l-aǧrāmi llatī hiya fīhā wa-taqbalu l-taǧziʾata 80.15
- παρασκευαστικός
- παρασκευαστικός (adj.) Ps.-Arist. Virt. bihi yastafādu
- πλεονέκτημα
- πλεονέκτημα (noun) Galen Med. phil. faḍlun mā nastafīduhu
- συναπολαυω
- συναπολαυω Them. In De an.
The database query could not be executed.