Lookup cumulative lexical entry: استنقى
- ἀποκαθαίρω
- ἀποκαθαίρω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἀποκαθαίρηται = tastanqī wa-... taṭmiṯu
- εὐοδέω
- εὐοδέω (verb) Arist. Gener. anim. εὐοδήσῃ (τὴν κάθαρσιν) = yastanqī l-aǧsāda
- ἔχω
- ἔχω (gerund) Hippocr. Superf. καλῶς ἔχειν καθάρσιος
- καθαίρω
- καθαίρω (verb) Arist. Hist. anim.
- καθάρσιος
- καθάρσιος (adj.) Hippocr. Superf. καλῶς ἔχειν καθάρσιος
- καλός
- καλός (adv.) Hippocr. Superf. καλῶς ἔχειν καθάρσιος
- ῥύπτω
- ῥύπτω (verb) Arist. Meteor.
The database query could not be executed.