Lookup cumulative lexical entry: اسخن
- διέψω
- διέψω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐκπυρόω
- ἐκπυρόω (verb) Arist. Cael. asḫana wa-aḥmā
- θερμαίνω
- θερμαίνω (verb) Arist. Cael.
- θερμαίνω (verb) Arist. Cael.
- θερμαίνω (verb) Arist. Cael.
- θερμαίνω (verb) Arist. Cael.
- θερμαίνω (verb) Arist. Cael.
- θερμαίνω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται... θερμαίνειν
ὁ δὲ ἐπὶ τοῖς βαλανείοις συναιρόμενος <ῥύπος> δύναται θερμαίνειν Diosc. Mat. med. I, 36.1-2 = wal-wasaḫu l-muǧtamaʿu fī l-ḥammāmāti yusḫinu Dubler/Terés II, 37.19 - θερμαίνω (verb) Diosc. Mat. med.
- θερμαίνω (verb) Diosc. Mat. med.
- θερμαίνω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται... θερμαίνειν
δύναται δὲ στύφειν, θερμαίνειν Diosc. Mat. med. I, 62.8 = wa-l-kunduru yaqbiḍu wa-yusḫinu Dubler/Terés II, 65.9 - θερμαίνω (verb) Galen An. virt.
- θερμαίνω (verb) Hippocr. Aer.
- θερμαίνω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- θερμαίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
- θερμαντικός
- θερμαντικός (adj.) Diosc. Mat. med. οὖσαν θερμαντικήν
- θερμαντικός (adj.) Diosc. Mat. med. οὖσαν θερμαντικήν
- θερμός
- θερμός (adj.) Arist. Gener. anim. θερμότερος = adfaʾ wa asḫan
- θερός
- θερός (adj. comp.) Arist. Gener. anim.
- συνθάλπω
- συνθάλπω (gerund) Hippocr. Nat. hom. συνθάλπειν
- συνθάλπω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ὑπερθερμαίνω
- ὑπερθερμαίνω (verb) Galen An. virt.
- ὑπερθερμαίνω (act. part.) Galen An. virt. ὑπερθερμαίνων = tusḫinu bi-ifrāṭin
The database query could not be executed.