Lookup cumulative lexical entry: اشتياق

  1. ἀνόρεκτος
    • ἀνόρεκτος (adj.) Ps.-Arist. Virt. ἀνόρεκτοι γίνονται = tanṣarifu ʿana l-ištiyāqi
  2. επιθυμητικος
    • επιθυμητικος Ps.-Plut. Placita šahwatun wa-štiyāqun
  3. ἐφίεμαι
    • ἐφίεμαι (verb) Arist. Rhet.
  4. ὄρεξις
    • ὄρεξις (noun) Them. In De an.
The database query could not be executed.