Lookup cumulative lexical entry: اشراق
- ἀμυδρότερος
- ἀμυδρότερος (adj.) Alex. An. mant. [Vis.] ἀμυδρότερος = aqallu išrāqan
- καίω
- καίω (act. part.) Hippocr. Aer. καίοντος = al-išrāqu...wa-l-iḥrāqu
- λαμπρός
- λαμπρός (adj.) Alex. An. mant. [Vis.] comp. λαμπρότερος (brighter, more lucid) = etym.; akṯaru išrāqan