Lookup cumulative lexical entry: اصاب
- ἄβροχος
- ἄβροχος (adj.) Diosc. Mat. med. mā lam yuṣibhu māʾun
- ἁλίσκομαι
- ἁλίσκομαι (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἀποβαίνω
- ἀποβαίνω (verb) Artem. Onirocr. aṣābathu
- ἀπόβασις
- ἀπόβασις (noun) Artem. Onirocr.
- ἀποτυγχάνω
- ἀποτυγχάνω (verb) Arist. Phys. ἀλλ' ἀποτυγχάνεται = ġayru anna l-multamisa lā yuṣību ġaraḍahu
- ἄτρωτος
- ἄτρωτος (adj.) Arist. Rhet. lam yuṣibhu ṭaʿnatu
- ἀφικνέομαι
- ἀφικνέομαι (verb) Hippocr. Superf. ἀφίκνωνται
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Hippocr. Nat. hom. γίνομαι
- γίνομαι
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr. wa-tuṣībuhum
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr. tuṣībahu
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- διαλαμβάνω
- διαλαμβάνω (verb) Arist. Phys. ḥattā yuṣība
- διατίθημι
- διατίθημι (pass. part.) Artem. Onirocr. διατεθείς
- διατίθημι (gerund) Galen An. virt.
- εἰκότως
- εἰκότως (adv.) Galen In De off. med. aṣāba fī
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. yuṣībuhu
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr.
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. sa-yuṣību
- ἐπιγίγνομαι
- ἐπιγίγνομαι (verb) Hippocr. Superf.
- ἐπιδημέω
- ἐπιδημέω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐπιπίπτω
- ἐπιπίπτω (gerund) Hippocr. Aer. ἐπιπίπτειν
- ἐπιτεχνάομαι
- ἐπιτεχνάομαι (verb) Artem. Onirocr. aṣābūhā
- εὖ
- εὖ (adv.) Arist. Gener. anim. εὖ λέγω
- εὐημερία
- εὐημερία (noun) Artem. Onirocr. al-ḫayru...aṣābahu
- εὑρίσκω
- εὑρίσκω (verb) Artem. Onirocr.
- θραύω
- θραύω (verb) Arist. Gener. anim. διὰ τὸ κινεῖσθαι θραύεται μᾶλλον = li-kaṯrati ḥarakatihā yuṣībuhā kasrun wa raḍḍun
- καλός
- καλός (adv.) Arist. Gener. anim. καλῶς λέγει
- καλός (adj.) Arist. Phys. οὐδ’ ... καλῶς λέγουσιν οἱ ... φάσκοντες = lam yuṣīb man qāla minhum
- καλός (adj.) Arist. Phys. λέγοντες οὐ καλῶς = wa-lam yuṣībū fī qawlihim
- καταλαμβάνω
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. aṣābathu
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- καταλαμβάνω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- καταφλέγω
- καταφλέγω (verb) Artem. Onirocr.
- καταφλέγω (verb) Artem. Onirocr.
- κεραυνόω
- κεραυνόω (gerund) Artem. Onirocr. κεραυνοῦσθαι = al-ṣāʿiqatu...tuṣībuhu
- κεραυνόω (gerund) Artem. Onirocr. κεραυνοῦσθαι = al-ṣāʿiqatu tuṣībuhu
- κτάομαι
- κτάομαι (verb) Artem. Onirocr.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (gerund) Arist. Cael. ὀρθῶς λαμβάνειν
- λαμβάνω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- λαμβάνω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- λέγω
- λέγω (verb) Arist. Gener. anim. καλῶς λέγει
- λέγω (verb) Arist. Gener. anim. εὖ λέγω
- λέγω (verb) Arist. Gener. anim. ὀρθῶς λέγω
- λέγω (verb) Arist. Part. anim. ὀρθῶς λέγοι
- ὀρθός
- ὀρθός (adv.) Arist. Gener. anim. ὀρθῶς λέγω
- ὀρθός (adj.) Arist. Metaph.
- ὀρθός (adj.) Arist. Part. anim. ὀρθῶς λέγοι
- ὀρθός (adj.) Arist. Phys. ὀρθῶς λέγει = aṣāba fī qawlihī
- ὀρθός (adj.) Arist. Phys. ὀρθῶς λέγειν = qad aṣāba ḥīna qāla
- ὀρθός (adv.) Hippocr. Diaet. acut. ὀρθῶς
- ὀρθός (adj.) Hippocr. Nat. hom. yuṣībū fī
- ὀρθῶς
- ὀρθῶς (adv.) Arist. Rhet.
- πάσχω
- πάσχω (verb) Galen An. virt. aṣābahū alamun
ἐξηγούμενος τὰς αἰτίας ὧν μὲν ὑπ᾿ οἴνου καὶ φαρμάκων πάσχομεν Galen An. virt. 79.11 = wa-yufassiru asbāba mā yuṣībunā mina l-ālāmi [wa-]mina l-šarābi wa-mina l-adwiyati 43.10 - πάσχω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- πάσχω (verb) Hippocr. Superf.
- περί
- περί (prep.) Artem. Onirocr.
- περιπίπτω
- περιπίπτω (verb) Artem. Onirocr. tuṣībuhu
- πίπτω
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πλήσσω
- πλήσσω (verb) Artem. Onirocr. tuṣībuhu
- ριγόω
- ριγόω (verb) Hippocr. Aer. aṣābat....bardun šadīdun
- τυγχάνω
- τυγχάνω (gerund) Arist. Eth. Nic. τυχεῖν
ἐκ νέου δ' ἀγωγῆς ὀρθῆς τυχεῖν πρὸς ἀρετὴν χαλεπὸν μὴ ὑπὸ τοιούτοις τραφέντα νόμοις Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b31 = wa-ammā an tuṣāba faḍīlatun ṣaḥīḥatun min sīrati ḥadaṯin fa-ʿasīrun illā an yakūna qad rubbiya bi-nawāmīsa 573.5 - τυγχάνω (verb) Arist. Rhet.
- τυγχάνω (verb) Artem. Onirocr.
- τυγχάνω (verb) Artem. Onirocr.