Lookup cumulative lexical entry: اصدق
- ἀληθής
- ἀληθής (adj.) Arist. Rhet. τἀληθῆ
- ἀληθινός
- ἀληθινός (adj.) Arist. Rhet. μᾶλλον ἀληθινός = hend.; aṣaḥḥu wa-aṣdaqu
- ἀλήτης
- ἀλήτης (noun) Arist. Gener. anim.
- πιστός
- πιστός (adj.) Arist. An. post. γνωριμώτερον...καὶ πιστότερον = aʿrafa wa-aṣdaqa