Lookup cumulative lexical entry: اصعب

  1. δεινός
    • δεινός (adj. sup.) Hippocr. Nat. hom. δεινότατος
  2. δύσφορος
    • δύσφορος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. δυσφορώτερος = iḥtimāluhū... aṣʿabu
  3. χαλεπός
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος = aṣʿabu wa-ašaddu
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
    • χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος = aṣʿabu ašaddu
The database query could not be executed.