Lookup cumulative lexical entry: اصلب

  1. στερεός
    • στερεός (adj.) Hippocr. Alim. στερεώτερος
  2. στρυφνός
    • στρυφνός (adj.) Hippocr. Nat. hom.
  3. χαλεπῶς
    • χαλεπῶς (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος = aṣlabun wa-ašaddun
The database query could not be executed.