Lookup cumulative lexical entry: اضطراب
- ἀκαταστασία
- ἀκαταστασία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀκαταστασία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπραξία
- ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀταξία
- ἀταξία (noun) Artem. Onirocr. iḍṭirābihi
- αταραχος
- διαποόρημα
- διαποόρημα (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- διαρρίπτω
- διαρρίπτω (pass. part.) Hippocr. Progn. διερριμμένος = ramā... bi-ḥāli... ḍṭirābin
- θόρυβος
- θόρυβος (noun) Artem. Onirocr.
- παρασπασμός
- παρασπασμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- πόνος
- πόνος (noun) Hippocr. Genit.; Nat. puer. al-waǧaʿu wa-l-iḍṭirābu
- ριπτασμός
- ριπτασμός (noun) Hippocr. Alim.
- ῥιπτασμός (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- στάσις
- στάσις (noun) Artem. Onirocr. wa-l-iḍṭirābu wa-l-ḫuṣūmatu
- ταράσσω
- ταράσσω (verb) Artem. Onirocr. ταράσσομαι = iḍṭirābun yaʿriḍu lahu
- ταραχή
- ταραχή Aelian. Tact.
- ταραχή (noun) Arist. Phys.
- ταραχή (noun) Artem. Onirocr. iḍṭirābuhum wa-ḥarakatuhum
- ταραχή (noun) Artem. Onirocr.
- ταραχή (noun) Artem. Onirocr.
- ταραχή (noun) Ps.-Plut. Placita
- χειμών
- χειμών (noun) Artem. Onirocr. iḍṭirābun...fī l-hawāʾi
- χειμών (noun) Artem. Onirocr. iḍṭirābu l-hawāʾi
- χειμών (noun) Artem. Onirocr. iḍṭirābu l-hawāʾi
- χειμών (noun) Artem. Onirocr. iḍṭirābun...fī l-hawāʾi
- χειμών (noun) Artem. Onirocr. šiddatun...wa-iḍṭirābun
The database query could not be executed.