Lookup cumulative lexical entry: اطول
- μακρόβιος
- μακρόβιος (adj. comp.) Arist. Gener. anim. τὰ μακροβιώτερα = aṭwalu ʿumran
- μακρός
- μακρός (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. μακρότερος
- μακρότατος
- μακρότατος (adj. sup.) Hyps. Anaph.
- μακροφωνος
- μακροφωνος Them. In De an.
- μέγας
- μέγας (adj.) Eucl. El. τῆς μείζονος
- μέγας (adj.) Eucl. El. μεἰζονα ἔχον = aṭwalu min
- μέγας (adj.) Eucl. El. ἡ μείζων πλευρά = al-dilʿu l-atwalu
- μέγας (adj. comp.) Eucl. El. ἡ μείζων πλευρά = al-ḍilʿu l-aṭwalu
- μῆκος
- μῆκος (noun) Aelian. Tact. τοῦ μήκους = fī aṭwali makānin
- μικρός
- μικρός (adj.) Arist. Rhet. μικρότερος
- πολυχρόνιος
- πολυχρόνιος (adj.) Arist. Cat. πολυχρονιώτερος = aṭwalu zamānan
- πολυχρόνιος (adj.) Arist. Rhet. πολυχρονιώτερος = aṭwalu muddatan
- πολυχρόνιος (adj.) Ps.-Plut. Placita aṭwalu zamānan
- χρόνιος
- χρόνιος (adj. comp.) Arist. Eth. Nic. χρονιωτέρος = adwamu fī zamānin aṭwala
ἐπεὶ δ' ἡ μὲν οἰκεία ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰς ἐνεργείας καὶ χρονιωτέρας καὶ βελτίους ποιεῖ Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b14 = fa-iḏā l-laḏḏatu l-ḫāṣṣiyyatu taṣtaqṣī l-afʿāla wa-tuṣayyiruhā adwama fī zamānin aṭwala wa-aǧwada 549.5 - χρόνιος (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. χρονιώτερος = muddatu baqāʾin...aṭwalu
The database query could not be executed.