Lookup cumulative lexical entry: اعسر
- ἀδύνατος
- ἀδύνατος (adj.) Arist. Metaph. ἀδυνατώτερον = aʿsaru imkānan
- δυσκίνητος
- δυσκίνητος (adj.) Arist. Cat. δυσκινητότερος = aʿsaru taḥarrukan
- δυσπαθης
- δυσπαθης Them. In De an.
- δυσπαθης Them. In De an.
- δυσφραστος
- δυσφραστος Them. In De an.
- δυσφραστος Them. In De an.
- χαλεπός
- χαλεπός (adj. comp.) Arist. Cael. χαλεπώτερος = ašaddu wa-aʿsaru