Lookup cumulative lexical entry: اعسر

  1. ἀδύνατος
    • ἀδύνατος (adj.) Arist. Metaph. ἀδυνατώτερον = aʿsaru imkānan
  2. δυσκίνητος
    • δυσκίνητος (adj.) Arist. Cat. δυσκινητότερος = aʿsaru taḥarrukan
  3. δυσπαθης
    • δυσπαθης Them. In De an.
    • δυσπαθης Them. In De an.
  4. δυσφραστος
    • δυσφραστος Them. In De an.
    • δυσφραστος Them. In De an.
  5. χαλεπός
    • χαλεπός (adj. comp.) Arist. Cael. χαλεπώτερος = ašaddu wa-aʿsaru
The database query could not be executed.