Lookup cumulative lexical entry: اغمض
- ἀσαφής
- ἀσαφής (adj.) Galen An. virt. ἄνευ τοῦ περιπλέκειν ἀσαφῶς = min ġayri an yaʿqida l-kalāma wa-yuġmidahū
- βαθύς
- βαθύς (adj.) Porph. Isag. βαθυτέρος
- γλαφυρός
- γλαφυρός (adj. sup.) Nicom. Arithm. τὸ γλαφυρώτατον
- λανθάνω
- λανθάνω (verb) Arist. Rhet. μάλιστα λεληθυῖα = hend.; aḫfā wa-aġmaḍu