Lookup cumulative lexical entry: اغمض

  1. ἀσαφής
    • ἀσαφής (adj.) Galen An. virt. ἄνευ τοῦ περιπλέκειν ἀσαφῶς = min ġayri an yaʿqida l-kalāma wa-yuġmidahū
  2. βαθύς
    • βαθύς (adj.) Porph. Isag. βαθυτέρος
  3. γλαφυρός
    • γλαφυρός (adj. sup.) Nicom. Arithm. τὸ γλαφυρώτατον
  4. λανθάνω
    • λανθάνω (verb) Arist. Rhet. μάλιστα λεληθυῖα = hend.; aḫfā wa-aġmaḍu
The database query could not be executed.