Lookup cumulative lexical entry: افراط
- ἀπέραντος
- ἀπέραντος (adj.) Artem. Onirocr.
- ἀργία
- ἀργία (noun) Hippocr. Nat. hom. al-ifrāṭu fī l-rāḥati
- ἐλλείπω
- ἐλλείπω (gerund) Arist. Gener. anim. μηδὲν ἐλλείπειν = lā yaḫruǧu šayʾun minhā ilā-l-ifrāṭi
- μέγας
- μέγας (adj.) Galen An. virt. διὰ τὰς μεγίστας ἡδονὰς = li-ifrāṭi l-laḏḏati
διὰ τὰς μεγίστας ἡδονὰς καὶ λύπας νοσοῦσαν καὶ ἄφρονα ἴσχων ὑπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν Galen An. virt. 50.12 = wa-kānat nafsuhū marīḍatan ǧāhilatan li-ifrāṭi l-laḏḏati wa-l-asā bi-sababi ḥāli l-badani 23.11
- μέρος
- μέρος (noun) Galen An. virt. κατὰ τὸ πολὺ μέρος = bi-ifrāṭin
- πολύς
- πολύς (adj.) Galen An. virt. κατὰ τὸ πολὺ μέρος = bi-ifrāṭin
- σφοδρός
- σφοδρός (adj.) Galen An. virt. σφοδρῶς = bi-ifrāṭin
- ὑπερβολή
- ὑπερβολή (noun) Arist. Cat.
- ὑπερβολή (noun) Arist. Eth. Nic.
διὰ τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐπαγγελιῶν Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a29 = li-frāṭi l-mawāʿīdi 483.8 - ὑπερβολή (noun) Arist. Gener. anim. ὑπερβολὴ τοῦ μεγέθους = ifrāṭu ʿazmin
- ὑπερβολή (noun) Arist. Part. anim.
- ὑπερβολή (noun) Nicom. Arithm.
- υπερβολη Them. In De an.
- υπερβολη Them. In De an.
- υπερβολη Them. In De an.
- ὑπερθερμαίνω
- ὑπερθερμαίνω (pass. part.) Galen An. virt. ὑπερθερμαινόμενος = saḫuna bi-ifrāṭin
- ὑπερθερμαίνω (act. part.) Galen An. virt. ὑπερθερμαίνων = tusḫinu bi-ifrāṭin
- ὑπερκάθαρσις
- ὑπερκάθαρσις (noun) Hippocr. Nat. hom. ifrāṭu l-ishāli
- ὑπερξηραίνω
- ὑπερξηραίνω (verb) Galen An. virt. ὑπερξηραίνομαι = yabisa bi-ifrāṭin
- ὑπεροχή
- ὑπεροχή (noun) Arist. Mag. mor. bi-l-ifrāṭi
- ὑπεροχή (noun) Galen An. virt.
μηδ᾿ ἐπικρατούμενον ὑπὸ θατέρου κατὰ μεγάλην ὑπεροχήν Galen An. virt. 45.15 = wa-lā yaġlibu ʿalay[hi] ifrāṭu iḥdā l-ǧihatayni ʿalā l-akṯari 19.13
- ὑπερυγραίνω
- ὑπερυγραίνω (verb) Galen An. virt. ὑπερυγραίνομαι = raṭiba bi-ifrāṭin
The database query could not be executed.