Lookup cumulative lexical entry: افنى

  1. ἀναιρέω
    • ἀναιρέω (verb) Arist. Phys. ἀναιροῦμαι
  2. ἀναλίσκω
    • ἀναλίσκω (verb) Arist. Gener. anim.
    • ἀναλίσκω (gerund) Galen An. virt. ἀναλίσκειν ... τὸν χρόνον = ufnī l-zamāna
      εἰ μή τε μακρολογίας ἔμελλον ἀποίσεσθαι δόξαν ἀναλίσκειν τε τὸν χρόνον μάτην Galen An. virt. 57.10 = law lā annanī ufnī l-zamāna bāṭilan wa-an yuẓanna bī annī muṭīlu l-kalāmi 28.9
  3. καταναλίσκω
    • καταναλίσκω (verb) Arist. Gener. anim.
    • καταναλίσκω (verb) Arist. Phys.
  4. μάχομαι
    • μάχομαι (verb) Arist. Rhet. amplif.; afnā bi-l-ḥarbi
The database query could not be executed.