Lookup cumulative lexical entry: اقتبس
- απολαυω
- απολαυω Them. In De an.
- μεταλαμβάνω
- μεταλαμβάνω (verb) Arist. Eth. Nic.
ἀγαπητὸν δ' ἴσως ἐστὶν εἰ πάντων ὑπαρχόντων δι' ὧν ἐπιεικεῖς δοκοῦμεν γίνεσθαι, μεταλάβοιμεν τῆς ἀρετῆς Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b19 = wa-ʿasā an yakūna yuḥabbu iḏā kānat lanā ǧamīʿu l-ašyāʾi llatī turā annahā nakūnu [bi-hā] afāḍila an naqtabisa l-faḍīlata 571.13 - μετέχω
- μετέχω (verb) Arist. Metaph.