Lookup cumulative lexical entry: اقتبس

  1. απολαυω
    • απολαυω Them. In De an.
  2. μεταλαμβάνω
    • μεταλαμβάνω (verb) Arist. Eth. Nic.
      ἀγαπητὸν δ' ἴσως ἐστὶν εἰ πάντων ὑπαρχόντων δι' ὧν ἐπιεικεῖς δοκοῦμεν γίνεσθαι, μεταλάβοιμεν τῆς ἀρετῆς Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b19 = wa-ʿasā an yakūna yuḥabbu iḏā kānat lanā ǧamīʿu l-ašyāʾi llatī turā annahā nakūnu [bi-hā] afāḍila an naqtabisa l-faḍīlata 571.13
  3. μετέχω
    • μετέχω (verb) Arist. Metaph.
The database query could not be executed.