Lookup cumulative lexical entry: التهب
- ἀναπέτομαι
- ἀναπέτομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἀνάπτω
- ἀνάπτω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀνάπτομαι
- διακαίω
- διακαίω (gerund) Arist. Meteor. διακάεσθαι
- διαφλέγω
- διαφλέγω (verb) Ps.-Plut. Placita διαφλέγομαι
- ἐξάπτω
- ἐξάπτω (verb) Ps.-Plut. Placita ἐξάπτομαι
- φλογιστός
- φλογιστός (adj.) Arist. Meteor.
- φλόξ
- φλόξ (noun) Arist. Meteor. φλόγα ποιῆσαι