Lookup cumulative lexical entry: الطف
- ἄδηλος
- ἄδηλος (adj.) Arist. Phys. alṭafu min an yudrikahū
ἄδηλος δὲ ἀνθρωπίνῃ διανοίᾳ ὡς θεῖόν τι οὖσα Arist. Phys. II 4, 196b6 = illā annahū (sc. al-baḫtu) alṭafu min an yudrikahū ḏihnu l-insāni li-annahū amrun ilāhiyyun
- ἀκριβής
- ἀκριβής (adj. comp.) Arist. Gener. anim.
- ἀτέχνως
- ἀτέχνως (adv.) Arist. Gener. anim. bi-alṭafin mā yakūnu
- γλαφυρός
- γλαφυρός (adj. sup.) Nicom. Arithm. τὸ γλαφυρώτατον = šayʾun alṭafun
- λεπτομερής
- λεπτομερής (adj. comp.) Arist. Cael. λεπτομερέστερος
- λεπτομερής (adj. comp.) Arist. Cael. λεπτομερέστερος
- λεπτός
- λεπτός (adj. comp.) Arist. Cael. λεπτότερος
- λεπτός (adj. comp.) Arist. Cael. λεπτότερος
- λεπτός (adj. sup.) Arist. Cael. λεπτότατος
- λεπτός (adj. comp.) Arist. Cael. λεπτότερος
- λεπτός (adj. comp.) Arist. Cael. λεπτότερος
- λεπτός (adj. sup.) Arist. Cael. λεπτότατος
- λεπτός (adj. sup.) Arist. Phys. διὰ τοῦ λεπτοτάτου (sc. σώματος) = bi-tawassuṭi alṭafa l-aǧsāmi
- λεπτός (adj. comp.) Arist. Phys. λεπτότερον
- λεπτός (adj. comp.) Arist. Phys. λεπτότερος
ἢ τῶν τριῶν τι ἢ ἄλλο ὅ ἐστι πυρὸς μὲν πυκνότερον ἀέρος δὲ λεπτότερον Arist. Phys. I 4, 187a14 = immā aḥada l-ṯalāṯati wa-immā šayʾan āḫara akṯafa mina l-nāri wa-alṭafa mina l-hawāʾi 33.6 - λεπτός (adj. comp.) Arist. Phys. λεπτότερον
- λεπτός (adj. comp.) Galen An. virt. λεπτότερος
- λεπτός (adj.) Hippocr. Aer. λεπτότατον
- λεπτος Them. In De an.
The database query could not be executed.