Lookup cumulative lexical entry: امتزج
- κεράννυμι
- κεράννυμι (verb) Ps.-Plut. Placita κεράννυται
- κρᾶσις
- κρᾶσις (noun) Ps.-Plut. Placita
- μελίκρατον
- μελίκρατον (noun) Arist. Metaph. allatī tamtaziǧu miṯla l-ʿasali wa-l-māʾi
- μίγνυμι
- μίγνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita μίγνυμαι
- συγκεράννυμι
- συγκεράννυμι (verb) Ps.-Plut. Placita iǧtamaʿa wa-mtazaǧa maʿan