Lookup cumulative lexical entry: امكان

  1. ἀδύνατος
    • ἀδύνατος (adj.) Arist. Metaph. ἀδυνατώτερον = aʿsaru imkānan
  2. δύναμις
    • δύναμις (noun) Ps.-Arist. Div. al-imkānu wa-l-quwwatu
    • δύναμις (noun) Ps.-Arist. Div. al-quwwatu wa-l-imkānu
  3. δυνατός
    • δυνατός (adj.) Arist. Int. τὸ δυνατόν
  4. ἐνδέχομαι
    • ἐνδέχομαι (pass. part.) Artem. Onirocr. ἐνδεχόμενον
  5. ὑγρότης
    • ὑγρότης (noun) Ps.-Arist. Virt. ἡ τοῦ ἤθους ὑγρότης = imkānu l-tanaqquli fī l-ʿādāti
The database query could not be executed.