Lookup cumulative lexical entry: امكان
- ἀδύνατος
- ἀδύνατος (adj.) Arist. Metaph. ἀδυνατώτερον = aʿsaru imkānan
- δύναμις
- δύναμις (noun) Ps.-Arist. Div. al-imkānu wa-l-quwwatu
- δύναμις (noun) Ps.-Arist. Div. al-quwwatu wa-l-imkānu
- δυνατός
- δυνατός (adj.) Arist. Int. τὸ δυνατόν
- ἐνδέχομαι
- ἐνδέχομαι (pass. part.) Artem. Onirocr. ἐνδεχόμενον
- ὑγρότης
- ὑγρότης (noun) Ps.-Arist. Virt. ἡ τοῦ ἤθους ὑγρότης = imkānu l-tanaqquli fī l-ʿādāti