Lookup cumulative lexical entry: انبثّ
- διαπλέκω
- διαπλέκω (verb) Galen Nerv. diss.
τὴν ὀπίσω χώραν αὐτῆς ἅπασαν διαπλέκον Galen Nerv. diss. 846.13 = yanbaṯṯu min muʾaḫḫarihī kullihī 110.8–9
- διασπείρω
- διασπείρω (verb) Galen Nerv. diss.
καὶ διασπείρει πρὸς τὰ ταύτης σπλάγχνα Galen Nerv. diss. 843.2 = wa-yanbaṯṯu fī l-aḥšāʾi llatī hunāka 107.2 - διασπείρω (pass. part.) Galen Nerv. diss. διασπειρόμενον
εἰς τοὺς ὀπίσω τοῦ ὠτὸς μῦς διασπειρόμενον Galen Nerv. diss. 847.9 = wa-yanbaṯṯu fī l-ʿaḍali llaḏī ḫalfa l-uḏuni 111.7 - διασπείρω (verb) Galen Nerv. diss. διασπείρομαι
ὅσον δὲ ὑπολοιπον, εἰς ἄκραν χεῖρα διασπείρεται Galen Nerv. diss. 852.1 = wa-l-bāqī minhā (sc. min aǧzāʾi l-ʿaṣabi) yanbaṯṯu fī l-kaffi 114.6–7 - διασπείρω (verb) Galen Nerv. diss. διασπείρομαι
οὕτω δὴ καὶ ὅσα τὰ ... νεῦρα καὶ εἰς τοὺς ἐνταῦθα ὑπάρχοντας μῦς διασπείρονται 855.12 = wa-ka-ḏālika ayḍan qad waṣafnā fī ḏālika l-kitābi ǧamīʿa l-ʿaṣabi ... allaḏī yanbaṯṯu fī l-ʿaḍali llatī hunāka 116.7–8
The database query could not be executed.