Lookup cumulative lexical entry: انبسط
- διαχέω
- διαχέω (verb) Arist. Gener. anim. taḥallala wa inbasaṭa
- ἐπεκτείνω
- ἐπεκτείνω (verb) Arist. Cael. inbasaṭa wa-ntašara
- περιτείνω
- περιτείνω (verb) Hippocr. Off. med. tamtaddu wa-tanbasiṭu
- προέρχομαι
- προέρχομαι (verb) Galen An. virt. inbasaṭa fī l-kalāmi
ἔπειτα προελθὼν ἐπὶ πλέον περὶ τῶν αὐτῶν ὡδί πως διεξέρχεται Galen An. virt. 57.21 = wa-min baʿdi ḏālika lammā nbasaṭa fī l-kalāmi aṭnaba fī l-šarḥi 28.19
- συνεκτείνω
- συνεκτείνω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita συνεκτεινόμενος = yanbasiṭu fa-yalqā
The database query could not be executed.