Lookup cumulative lexical entry: انبسط

  1. διαχέω
    • διαχέω (verb) Arist. Gener. anim. taḥallala wa inbasaṭa
  2. ἐπεκτείνω
    • ἐπεκτείνω (verb) Arist. Cael. inbasaṭa wa-ntašara
  3. περιτείνω
    • περιτείνω (verb) Hippocr. Off. med. tamtaddu wa-tanbasiṭu
  4. προέρχομαι
    • προέρχομαι (verb) Galen An. virt. inbasaṭa fī l-kalāmi
      ἔπειτα προελθὼν ἐπὶ πλέον περὶ τῶν αὐτῶν ὡδί πως διεξέρχεται Galen An. virt. 57.21 = wa-min baʿdi ḏālika lammā nbasaṭa fī l-kalāmi aṭnaba fī l-šarḥi 28.19
  5. συνεκτείνω
    • συνεκτείνω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita συνεκτεινόμενος = yanbasiṭu fa-yalqā
The database query could not be executed.