Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
انتج
συλλογίζομαι
συλλογίζομαι (
gerund
)
Galen An. virt.
συλλογίζεσθαι
συμπεραινω
συμπεραινω
Them. In De an.
The database query could not be executed.