Lookup cumulative lexical entry: انحطاط

  1. κατάγω
    • κατάγω (verb) Artem. Onirocr. yadullu ʿalā inḥiṭāṭin
  2. καταρρέω
    • καταρρέω (act. part.) Hippocr. Nat. hom. καταρρέων
  3. κατάρροπος
    • κατάρροπος (adj.) Hippocr. Humor. tasaffulu nḥiṭāṭin
      ἐν καταῤῥόπῳ τῇ νούσῳ Hippocr. Humor. 5.25 = ʿinda tasaffuli nḥiṭāṭi l-maraḍi 11.12
  4. ταπεινός
    • ταπεινός (adj.) Artem. Onirocr.
  5. ταπεινότης
    • ταπεινότης (noun) Ps.-Arist. Virt.
  6. ὑποκαταβαίνω
    • ὑποκαταβαίνω (verb) Hippocr. Aphor.
      τοσοῦτον ὑποκαταβαίνειν, ὁκόσον ἂν ἡ νοῦσος μαλθακωτέρη τῶν ἐσχάτων ἔῃ Hippocr. Aphor. I 7 = fa-yanbaġī an yakūna l-inḥiṭātu ʿalā ḥasabi līni l-maraḍi 4.4
The database query could not be executed.