Lookup cumulative lexical entry: انضمّ
- αναστομόω
- αναστομόω (verb) Diosc. Mat. med.
- προσγινομαι
- προσγινομαι Them. In De an.
- συμπίπτω
- συμπίπτω (verb) Arist. Gener. anim. waqaʿat wa inḍammat ilā ḏātihā
- συμπίπτω (verb) Arist. Hist. anim. ḍamara wa-inḍamma