Lookup cumulative lexical entry: انعقد

  1. γίγνομαι
    • γίγνομαι (verb) Arist. Gener. anim. οὐ γίνεται καταμήνια = lā yanʿaqidu wa lā yaǧmudu tamṯuhā
  2. πήγνυμι
    • πήγνυμι (verb) Galen An. virt. πήγνυμαι
The database query could not be executed.