Lookup cumulative lexical entry: انعكس
- ἀνακάμπτω
- ἀνακάμπτω (verb) Arist. Metaph.
- ανακαμπτω Them. In De an.
- ἀνακλάω
- ἀνακλάω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀνακλᾶται
- ἀνακλάω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita
- ἀναστρέφω
- ἀναστρέφω (verb) Nicom. Arithm.
- ἀντικατηγορέω
- ἀντικατηγορέω (pass. part.) Arist. An. post. τὰ δὲ μὴ ἀντικατηγρούμενα = al-ašyāʾu llatī lā tanʿkisu fa-tuḥmalu
- ἀντικατηγορέω (gerund) Arist. An. post. ἀδύνατον ἀντικατηγορεῖσθαι ἀλλήλων οὕτως = fa-laysa yumkinu an yanʿakisa ʿalā hāḏā l-naḥwi baʿḍuhā ʿalā baʿḍin
- ἀντιστρέφω
- ἀντιστρέφω (act. part.) Arist. An. post. ἀντιστρέφοντα...ὑπερτείνοντα = tanʿkisu fa-tarǧaʿu,...tuʿinu wa-tamtaddu
- ἀντιστρέφω (verb) Arist. An. post. ἀντέστρεφε γὰρ = qad kāna yanʿakisu
- ἀντιστρέφω (gerund) Arist. An. post. ἀντιστρέφειν = an tanʿakisa bi-l-tasāwī
- ἀντιστρέφω (verb) Arist. An. post. ἀντιστρέφει δὲ = fa-qad tanʿakisu bi-l-tasāwī
- ἀντιστρέφω (verb) Arist. Cat.
- ἀντιστρέφω (verb) Arist. Int. ἐκείνῳ ἀντιστρέφει = yanʿakisu ʿalā ḏālika
- ἀντιστρέφω (verb) Porph. Isag.
- ἀντιστρέφω (verb) Porph. Isag.
- ἀντιστρέφω (verb) Porph. Isag.
- ἀντιστρέφω (gerund) Porph. Isag. τὸ ἀντιστρέφειν
- δροσίζω
- δροσίζω (act. part.) Ps.-Plut. Placita τὸ δροσίζον = al-ǧismu llaḏī yanʿakisu ʿanhu
- κατακλάω
- κατακλάω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita κατακλωμένος
- φέρω
- φέρω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita φερόμενος
The database query could not be executed.