Lookup cumulative lexical entry: انقباض
- ἀναχώρησις
- ἀναχώρησις (noun) Ps.-Plut. Placita inqibāḍun wa-ǧtimāʿun
- περισφίγγω
- περισφίγγω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita περισφιγγομένος = inqibāḍun wa-nʿiṣārun
- σύγκαμψις
- σύγκαμψις (noun) Hippocr. Off. med.
- συστολή
- συστολή (noun) Ps.-Plut. Placita
- συστολή (noun) Ps.-Plut. Placita
- συστολή (noun) Ps.-Plut. Placita