Lookup cumulative lexical entry: انقسم
- ἀδιαίρετος
- ἀδιαίρετος (adj.) Arist. Metaph. mā lā yanqasimu
- ἀδιαίρετος (adj.) Nicom. Arithm. lā yumkinu fīhi ḏālika (mumkinan an yanqasima)
- ἀδιαίρετος (adj.) Nicom. Arithm. lā yanqasimu
- ἀμερής
- ἀμερής (adj.) Proclus El. theol.
- ἀμέριστος
- ἀμέριστος (adj.) Nicom. Arithm. τῆς ἀμερίστου οὐσίας = al-šayʾu llaḏī lā yanqasimu
- ἀποσχίζω
- ἀποσχίζω (verb) Galen In De off. med.
- ἄτμητος
- ἄτμητος (adj.) Nicom. Arithm. mimmā lā yanqasimu
- ἄτομος
- ἄτομος (adj.) Arist. Cael.
- ἄτομος (adj.) Arist. Metaph. allatī lā tanqasimu
- ἄτομος (adj.) Arist. Metaph. allaḏī lā yanqasimu
- ἄτομος (adj.) Arist. Phys. τὰς ἀτόμους γραμμάς = al-ḫuṭūṭi llatī lā tanqasimu
- ἄτομος (adj.) Nicom. Arithm. allaḏī lā yanqasimu
- ατομος Them. In De an.
- ἀφαιρέω
- ἀφαιρέω (verb) Arist. Phys. ἀφαιρήσομαι = qad yanqasimu
- διαίρεσις
- διαίρεσις (particle) Ps.-Arist. Div. διαίρεσις δύο = tanqasimu ilā qismayni
- διαιρετός
- διαιρετός (adj.) Arist. Metaph. allaḏī yanqasimu
- διαιρετός (adj.) Arist. Phys. allaḏī yanqasimu
- διαιρετός (adj.) Arist. Phys.
εἰς ἄπειρον γὰρ διαιρετὸν τὸ συνεχές Arist. Phys. I 2, 185b10 = wa-ḏālika anna l-muttaṣila qad yanqasimu ilā mā lā nihāyata lahū 13.2
- διαιρέω
- διαιρέω (verb) Aelian. Tact.
- διαιρέω (verb) Arist. Cael.
- διαιρέω (verb) Arist. Cat. διαιρεῖται
- διαιρέω (verb) Arist. Metaph.
- διαιρέω (verb) Arist. Phys. διαιροῦμαι
ὅτι δὲ διαιρεῖται τὸ ὅπερ ὂν εἰς ὅπερ ὄν τι ἄλλο, καὶ τῷ λόγῳ φανερόν Arist. Phys. I 3, 186b14 = wa-ẓāhirun anna llaḏī huwa l-mawǧūdu qad yanqasimu bi-l-qawli ayḍan ilā āḫara mā huwa ayḍani llaḏī huwa l-mawǧūdu - διαιρέω (verb) Artem. Onirocr. διαιροῦμαι
- διαιρέω (verb) Hyps. Anaph.
- διαιρέω (verb) Nicom. Arithm.
- διαιρέω (verb) Porph. Isag. διαιρεῖται δὲ εἰς δύο = wa-huwa yanqasimu qismayni
- διαιρέω (verb) Ps.-Arist. Div.
- διαιρέω (verb) Ps.-Arist. Div.
- διαλύω
- διαλύω (gerund) Nicom. Arithm. διαλύεσθαι εἰς
- διχάζω
- διχάζω (verb) Artem. Onirocr. διχάζομαι = tanqasimu bi-niṣfayni
- διχάζω (verb) Nicom. Arithm. an yanqasima bi-qismayni
- διχάζω (verb) Nicom. Arithm. an yanqasima bi-qismayni
- διχοστατέω
- διχοστατέω (verb) Nicom. Arithm. yanqasimu qismayni
- διχοτόμημα
- διχοτόμημα (noun) Nicom. Arithm. yanqasimu bi-qismayni
- διχοτόμημα (noun) Nicom. Arithm. ἐπιδεχομένης διχοτόμημα = yanqasimu bi-qismayni
- λύω
- λύω (verb) Nicom. Arithm.
- λύω (verb) Nicom. Arithm. anḥala wa-inqasama
- μείρομαι
- μείρομαι (pass. part.) Aelian. Tact. μεμερισμένοι εἰσίν
- μεριζομαι
- μεριζομαι Them. In De an.
- μερίζω
- μερίζω (verb) Nicom. Arithm. an yanqasima
- μερίζω (gerund) Ps.-Plut. Placita μεμερίσθαι
- μεριστός
- μεριστός (adj.) Arist. Eth. Nic. πᾶν τὸ μεριστόν = kullu šayʾin yanqasimu
- μεριστός (adj.) Arist. Eth. Nic. τὰ μεριστά = allatī tanqasimu
- μέριστος (adj.) Nicom. Arithm. yumkinu an yanqasima...wa-l-aqsāmu...munqasimatun
- μόριον
- μόριον (noun) Arist. Cael.
- νέμω
- νέμω (verb) Arist. Eth. Nic. νέμομαι
- σχίζω
- σχίζω (verb) Nicom. Arithm. διχῆ σχίζεται = fa-yanqasimu qismayni
- σχίζω (verb) Nicom. Arithm. fa-yanqasimu
- τέμνω
- τέμνω (gerund) Porph. Isag. τέμνεσθαι
- τέμνω (verb) Porph. Isag. τέμνεται
- τέμνω (verb) Porph. Isag. τέμνεται
The database query could not be executed.