Lookup cumulative lexical entry: انقلب
- ἐκπίπτω
- ἐκπίπτω (act. part.) Galen In De off. med. ἐκπεσοῦσαν = inqalaba wa-inḫalaʿa
- μεταλλάσσω
- μεταλλάσσω (verb) Hippocr. Off. med.
- μεταμέλομαι
- μεταμέλομαι (verb) Arist. Rhet. hend.; raǧaʿa aw inqalaba
- στρέφω
- στρέφω (pass. part.) Arist. Hist. anim. στρεψομένος