Lookup cumulative lexical entry: اوجز
- σύντομος
- σύντομος (adj. comp.) Erat. Cub. dupl. συντομώτερον
ἡ ἀπόδειξις συντομώτερον φραζομένη καὶ τὸ σχῆμα Erat. Cub. dupl. 94.10 = wa-iḏā ṣayyarnā l-burhāna wa-l-kalāma fī tilka l-ālati wa-l-šakli kāna awǧaza 157.9 - σύντομος (adj. sup.) Galen In De off. med. συντομώτατος = awǧazu mā yakūnu