Lookup cumulative lexical entry: ايتثار

  1. εἰδοποιέομαι
    • εἰδοποιέομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] εἰδοποιέομαι c. ὑπό = yaḥduṯu l-ītiṯāru c. `an
The database query could not be executed.