Lookup cumulative lexical entry: بناء

  1. ναυπηγικός
    • ναυπηγικός (adj.) Arist. Phys. ἡ ναυπηγική = ṣināʿatu bināʾi l-sufuni
  2. οἰκοδομικός
    • οἰκοδομικός (adj.) Arist. Metaph. ṣināʿatu l-bināʾi
    • οἰκοδομικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ οἰκοδομική = ʿilmu l-bināʾi
The database query could not be executed.