Lookup cumulative lexical entry: تحرّى

  1. ἀποχρώντως
    • ἀποχρώντως (adv.) Artem. Onirocr. ʿalā sabīli taḥarraynā fīhā
  2. στοχάζομαι
    • στοχάζομαι (pass. part.) Hippocr. Off. med. στοχαζόμενον
The database query could not be executed.