Lookup cumulative lexical entry: تخلق
- ἀναπλάττω
- ἀναπλάττω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀναπλάττομαι
- ἐθίζομαι
- ἐθίζομαι (pass. part.) Arist. Rhet. τὸ εἰθισμένον = hend.; allaḏī yataḫallaqu bihi aw yaʿtādu
- μορφή
- μορφή (noun) Arist. Phys. al-ḫalqatu llatī tataḫallaqu bihā
- μορφοω
- μορφοω Them. In De an.