Lookup cumulative lexical entry: تخيّر
- διασκέπτομαι
- διασκέπτομαι (gerund) Galen In De off. med. διασκέψασθαι = li-yanẓura wa-yataḫayyara
- ληπτέος
- ληπτέος (gerundive) Arist. An. post. yanbaġī an nataḫayyara
- προαίρεσις
- προαίρεσις (noun) Arist. Phys. ὅτι οὐκ ἔχει προαίρεσιν = li-anna laysa lahā taḫayyurun