Lookup cumulative lexical entry: تداخل
- δυσέκπληκτος
- δυσέκπληκτος (adj.) Ps.-Arist. Virt. lā yatadāḫalu ... ruʿbun
- παραλλάττω
- παραλλάττω (verb) Arist. Cael.
- ταράσσω
- ταράσσω (gerund) Arist. Cat. οὐ δεῖ δὲ ταράττεσθαι = wa-laysa yanbaġī an yatadāḫalaka l-šakku
- ταράττομαι
- ταράττομαι (gerund) Arist. Cat. ταράττεσθαι = yatadāḫala l-šakku